-
1 πορθώτης
πορθώτης (variously declined), ὁ,A priest of Thoth, hence superin-tendent of the ibises, Sammelb.6028.7, al.(i B.C.). (Egypt. pwr Thwt 'the great one of Thoth'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθώτης
См. также в других словарях:
πορθώτης — ὁ, Α ιερέας τού Θωθ στην Αίγυπτο, επόπτης τών ιερών ιβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwr Thwt «ο μεγάλος (ιερέας) τού Θωθ»] … Dictionary of Greek